imbécile
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- imbécile < λατινική imbecillus
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
imbécile | imbéciles |
imbécile (fr)
- o βλάκας, o ηλίθιος, το κορόιδο, ο κουτεντές
- (παρωχημένο) άτομο που έχει καθηλωθεί η νοητική του εξέλιξη στην παιδική ηλικία