ενικός         πληθυντικός  
imbécilité imbécilités

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

imbécilité (fr) θηλυκό

  1. η διανοητική καθυστέρηση
  2. η βλακεία, η ανοησία, η χαζομάρα

Συγγενικά

επεξεργασία