χαζομάρα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαζομάρα | οι | χαζομάρες |
γενική | της | χαζομάρας | — | |
αιτιατική | τη | χαζομάρα | τις | χαζομάρες |
κλητική | χαζομάρα | χαζομάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χαζομάρα < χαζός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χαζομάρα θηλυκό