↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαζομάρα οι χαζομάρες
      γενική της χαζομάρας
    αιτιατική τη χαζομάρα τις χαζομάρες
     κλητική χαζομάρα χαζομάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαζομάρα < χαζός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαζομάρα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του χαζού, η έλλειψη εξυπνάδας
  2. ανόητη ενέργεια

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία