χαζός
Ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χαζός < τουρκική haz ("απόλαυση") < αραβική حظ ( ḥaẓẓ, "τύχη", "απόλαυση"). Μια άλλη πιθανή ετυμολογία: < αραβική هاذ (haẓ , παραληρών, παράλογος)
Επίθετο
χαζός, -ή, -ό
- που του λείπει η εξυπνάδα (λέγεται και ως τρυφερή προσφώνηση)