χαζολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαχαζολογώ
- περνώ την ώρα μου μην κάνοντας τίποτα σοβαρό ή παραγωγικό, απλώς χαζεύοντας άσκοπα εδώ κι εκεί
- κάνω χαζές, άσκοπες συζητήσεις χωρίς ουσία, για να περνάει η ώρα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χαζολογώ