χαζο-
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐ζο-
Πρόθημα επεξεργασία
χαζο- ή χαζό-
πρώτο συνθετικό λέξης που δηλώνει:
- χαζομάρα, ανοησία, αφέλεια
- έλλειψη σοβαρότητας, συνήθως λόγω συναισθηματικής φόρτισης του προσώπου που ορίζεται στο δεύτερο συνθετικό για κάποιο αγαπημένο του πρόσωπο (συνήθως, παιδί)
- κάτι χωρίς σημασία
Σύνθετα επεξεργασία
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα χαζο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα χαζό- στο Βικιλεξικό
όπως