Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαζομαμά οι χαζομαμάδες
      γενική της χαζομαμάς των χαζομαμάδων
    αιτιατική τη χαζομαμά τις χαζομαμάδες
     κλητική χαζομαμά χαζομαμάδες
Κατηγορία όπως «μαμά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαζομαμά < χαζο- + μαμά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαζομαμά θηλυκό

  • (οικείο) οικείος χαρακτηρισμός μητέρας που συμπεριφέρεται με παιδιάστικο ενθουσιασμό για το παιδί της και η συμπεριφορά της χαρακτηρίζεται από υπερβολή

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία