Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαζοχαρούμενος η χαζοχαρούμενη το χαζοχαρούμενο
      γενική του χαζοχαρούμενου της χαζοχαρούμενης του χαζοχαρούμενου
    αιτιατική τον χαζοχαρούμενο τη χαζοχαρούμενη το χαζοχαρούμενο
     κλητική χαζοχαρούμενε χαζοχαρούμενη χαζοχαρούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαζοχαρούμενοι οι χαζοχαρούμενες τα χαζοχαρούμενα
      γενική των χαζοχαρούμενων των χαζοχαρούμενων των χαζοχαρούμενων
    αιτιατική τους χαζοχαρούμενους τις χαζοχαρούμενες τα χαζοχαρούμενα
     κλητική χαζοχαρούμενοι χαζοχαρούμενες χαζοχαρούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαζοχαρούμενος < χαζο- + χαρούμενος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xa.zo.xaˈɾu.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐ζο‐χα‐ρού‐με‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

χαζοχαρούμενος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία