Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαζοβιόλης οι χαζοβιόληδες
      γενική του χαζοβιόλη των χαζοβιόληδων
    αιτιατική τον χαζοβιόλη τους χαζοβιόληδες
     κλητική χαζοβιόλη χαζοβιόληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαζοβιόλης < χαζο- + βιολ(ί) + -ης (όπως στην έκφραση το βιολί του, το ίδιο βιολί)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαζοβιόλης αρσενικό (θηλυκό χαζοβιόλα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία