βιολί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βιολί | τα | βιολιά |
γενική | του | βιολιού | των | βιολιών |
αιτιατική | το | βιολί | τα | βιολιά |
κλητική | βιολί | βιολιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βιολί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βιολί < βενετική violin με αποβολή του τελικού [n][1], υποκοριστικό του viola
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβιολί ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) έγχορδο μουσικό όργανο με τέσσερις χορδές που παίζεται με δοξάρι. Ο μουσικός το στηρίζει στον ώμο του με το ένα χέρι κι απλώς πιέζει τις χορδές χωρίς να το κρατά καθόλου ενώ με το άλλο χέρι κινεί το δοξάρι επάνω στις χορδές
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βιολί
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βιολί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας