fiddle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fiddle | fiddles |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfiddle (en)
- (μουσικό όργανο, ανεπίσημο) κυρίως το βιολί, αλλά και βιόλα, τσέλο, κοντραμπάσο, λύρα (με δοξάρι), γενικά έγχορδο όργανο που παίζεται με δοξάρι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαfiddle (en)
- (ανεπίσημο) παίζω ένα απ' τα παραπάνω έγχορδα, παίζω έγχορδο με δοξάρι, δοξαρίζω
- (μεταφορικά)
- ρυθμίζω ή παραποιώ
- μαστορεύω ή πειραματίζομαι με κάτι