δοξαρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία el
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασία- (μουσική) παίζω έγχορδο με δοξάρι
- (μεταφορικά) γρατσουνώ, φθείρω, χτυπώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δοξαρίζω | δοξάριζα | θα δοξαρίζω | να δοξαρίζω | δοξαρίζοντας | |
β' ενικ. | δοξαρίζεις | δοξάριζες | θα δοξαρίζεις | να δοξαρίζεις | δοξάριζε | |
γ' ενικ. | δοξαρίζει | δοξάριζε | θα δοξαρίζει | να δοξαρίζει | ||
α' πληθ. | δοξαρίζουμε | δοξαρίζαμε | θα δοξαρίζουμε | να δοξαρίζουμε | ||
β' πληθ. | δοξαρίζετε | δοξαρίζατε | θα δοξαρίζετε | να δοξαρίζετε | δοξαρίζετε | |
γ' πληθ. | δοξαρίζουν(ε) | δοξάριζαν δοξαρίζαν(ε) |
θα δοξαρίζουν(ε) | να δοξαρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δοξάρισα | θα δοξαρίσω | να δοξαρίσω | δοξαρίσει | ||
β' ενικ. | δοξάρισες | θα δοξαρίσεις | να δοξαρίσεις | δοξάρισε | ||
γ' ενικ. | δοξάρισε | θα δοξαρίσει | να δοξαρίσει | |||
α' πληθ. | δοξαρίσαμε | θα δοξαρίσουμε | να δοξαρίσουμε | |||
β' πληθ. | δοξαρίσατε | θα δοξαρίσετε | να δοξαρίσετε | δοξαρίστε | ||
γ' πληθ. | δοξάρισαν δοξαρίσαν(ε) |
θα δοξαρίσουν(ε) | να δοξαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δοξαρίσει | είχα δοξαρίσει | θα έχω δοξαρίσει | να έχω δοξαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις δοξαρίσει | είχες δοξαρίσει | θα έχεις δοξαρίσει | να έχεις δοξαρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει δοξαρίσει | είχε δοξαρίσει | θα έχει δοξαρίσει | να έχει δοξαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δοξαρίσει | είχαμε δοξαρίσει | θα έχουμε δοξαρίσει | να έχουμε δοξαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε δοξαρίσει | είχατε δοξαρίσει | θα έχετε δοξαρίσει | να έχετε δοξαρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δοξαρίσει | είχαν δοξαρίσει | θα έχουν δοξαρίσει | να έχουν δοξαρίσει |
|