↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσέλο τα τσέλα
      γενική του τσέλου των τσέλων
    αιτιατική το τσέλο τα τσέλα
     κλητική τσέλο τσέλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Σκίτσο τσελίστα που παίζει τσέλο.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσέλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική cello < σύντμηση του violoncello → δείτε και τη λέξη βιολοντσέλο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈt͡se.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσέ‐λο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσέλο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη βιολοντσέλο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία