τσέλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσέλο | τα | τσέλα |
γενική | του | τσέλου | των | τσέλων |
αιτιατική | το | τσέλο | τα | τσέλα |
κλητική | τσέλο | τσέλα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσέλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική cello < σύντμηση του violoncello → δείτε και τη λέξη βιολοντσέλο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈt͡se.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσέ‐λο
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσέλο ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) συντετμημένη μορφή του βιολοντσέλο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη βιολοντσέλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσέλο
→ δείτε τη λέξη βιολοντσέλο |
Πηγές
επεξεργασία- τσέλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τσέλο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)