ενικός         πληθυντικός  
violoncello violoncellos / violoncelli

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

violoncello (en)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
violoncello < violone + -cello
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: βιολοντσέλο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

violoncello (it) πληθυντικός αριθμός του violoncelli

Παράγωγα

επεξεργασία