violoncellista
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- violoncellista < violoncello + -ista
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: βιολοντσελίστας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαvioloncellista (it)
Πηγές
επεξεργασία- violoncellista - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).