Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Bιολοντσελίστας με το βιολοντσέλο του.
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βιολοντσελίστας οι βιολοντσελίστες
      γενική του βιολοντσελίστα των βιολοντσελιστών
    αιτιατική τον βιολοντσελίστα τους βιολοντσελίστες
     κλητική βιολοντσελίστα βιολοντσελίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιολοντσελίστας < (άμεσο δάνειο) ιταλική violoncellista + + απολοποίηση γραφής με ένα λάμδα < violoncello +‎ -ista

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vʝo.lon.t͡seˈli.stas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βιο‐λον‐τσε‐λί‐στας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιολοντσελίστας αρσενικό (θηλυκό βιολοντσελίστα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία