Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαστορεύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαστορεύω
<
μάστορας
+
-εύω
Ρήμα
επεξεργασία
μαστορεύω
κάνω
επισκευές
,
μερεμετίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαστορεύω
αγγλικά
:
tamper
(en)