Δείτε επίσης: Μάστορας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μάστορας οι μάστορες
& μαστόροι
      γενική του μάστορα των μαστόρων
    αιτιατική τον μάστορα τους μάστορες
& μαστόρους
     κλητική μάστορα μάστορες
& μαστόροι
Και με δεύτερους, λαϊκούς τύπους στον πληθυντικό.
Επίσης, λαϊκότροπος πληθυντικός, μάστοροι.
Δείτε και τον τύπο, ο μάστορης.
Κατηγορία όπως «χωροφύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μάστορας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μάστορας < *μαΐστορας < *μαγίστορας < ελληνιστική κοινή μαγίστωρ < λατινική magister[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μάστορας αρσενικό (θηλυκό μαστόρισσα)

  1. ειδικευμένος τεχνίτης με μεγάλη πείρα και υψηλή τεχνική κατάρτιση
    ⮡  σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες (Χρειάζεται επεξεργασία)
  2. (επάγγελμα) χτίστης
  3. ο αρχιτεχνίτης
  4. (μεταφορικά) κάποιος πολύ επιδέξιος σε έναν τομέα, που έχει παρουσιάσει αξιόλογο έργο
    ⮡  μάστορας του λόγου
  5. (προσφώνηση λαϊκότροπο, οικείο) ως προσφώνηση
    ⮡  Ρε μάστορα, πάρε το αυτοκίνητό σου από κει και μας έχει κλείσει το δρόμο!

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • βρήκε το μάστορά του : τον ειδήμονα, τον πιο ικανό, ώστε να τον βάλει επιτέλους στη θέση του

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία