μάστορης
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μάστορης | οι | μάστορες |
γενική | του | μάστορη | των | μαστόρων |
αιτιατική | τον | μάστορη | τους | μάστορες |
κλητική | μάστορη | μάστορες | ||
Δείτε και τον τύπο: ο μάστορας με επιπλέον λαϊκότροπους τύπους στον πληθυντικό. | ||||
όπως «μάστορης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μάστορης αρσενικό και μαστόρισσα θηλυκό (η σύζυγος του μάστορα)
- άλλη εκφορά του μάστορας