μαστόρισσα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μαστόρισσα θηλυκό
- η πολύ επιτήδεια σε μια τέχνη, π.χ. στην κομμωτική, στη μαγειρική
- η τεχνίτρα, περιλαμβανομένης και εκείνης που ξέρει πολλά ερωτικά κόλπα
- η σύζυγος του μάστορα
- (παρωχημένο) η πόρνη
- → δείτε τη λέξη μάστορας
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μαστόρισσα