τεχνίτρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τεχνίτρα | οι | τεχνίτρες |
γενική | της | τεχνίτρας | — | |
αιτιατική | την | τεχνίτρα | τις | τεχνίτρες |
κλητική | τεχνίτρα | τεχνίτρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατεχνίτρα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία τεχνίτρα