Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαστορικά ουσιαστικοποιημένο επίθετο < πληθυντικός ουδετέρου του επιθέτου μαστορικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαστορικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό(και μαστόρικα)

  1. η αμοιβή των μαστόρων
    Είπε ότι έχει να μου δώσει μπροστά μόνο για τις μπογιές κι ότι τα μαστορικά μπορεί μόνο λίγα-λίγα
  2. η συνθηματική γλώσσα που χρησιμοποιούσαν μεταξύ τους οι ομότεχνοι μάστορες είτε για να μην καταλαβαίνουν οι άλλοι τα μυστικά της δουλειάς τους είτε για αστεϊσμό -γλώσσες όπως τα κορακίστικα, τα ντόρτικα, τα κουδανίτικα κ.α.

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μαστορικά