μαστορικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
.
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μαστορικός,ή,ό και μαστόρικος
- ο σχετικός με τη μαστορική τέχνη και με τον μάστορα
- η μαστορική τέχνη (που ουσιαστικοποιήθηκε), η μαστόρικη δουλειά, η μαστόρικη ποδιά
- τα μαστορικά (που ουσιαστικοποιήθηκε): η αμοιβή των μαστόρων
- τα μαστορικά και μαστόρικα (που ουσιαστικοποιήθηκαν): ο γλωσσικός κώδικας των μαστόρων (τα κορακίστικα, τα κουδαρίτικα, τα ντόρτικα κ.α.)
- μαστόρικα και μαστορικά συνεργεία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαστορικός
|