πρωτομάστορας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πρωτομάστορας | οι | πρωτομάστορες |
γενική | του | πρωτομάστορα | των | πρωτομαστόρων |
αιτιατική | τον | πρωτομάστορα | τους | πρωτομάστορες |
κλητική | πρωτομάστορα | πρωτομάστορες | ||
Συγκρίνετε με την κλίση του πρωτομάστορης (πληθυντικός: πρωτομαστόρηδες). | ||||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρωτομάστορας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πρωτομάστορας. Μορφολογικά αναλύεται σε πρωτο- + μάστορας.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.toˈma.sto.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐το‐μά‐στο‐ρας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρωτομάστορας αρσενικό
- (μεταφορικά) συνώνυμο του πρωτεργάτης
- (παρωχημένο) ο επικεφαλής μάστορας
- ≈ συνώνυμα: αρχιμάστορας, (αρχιτεχνίτης)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρωτομάστορας
|
Πηγές
επεξεργασία- πρωτομάστορας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πρωτομάστορας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Πηγές
επεξεργασία- πρωτομάστωρ, πρωτομάστορας, πρωτομάστορης - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)