Ετυμολογία

επεξεργασία
mastercraftsman < → δείτε τις λέξεις master και craftsman

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mastercraftsman mastercraftsmen

mastercraftsman (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία