craftsman
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
craftsman | craftsmen |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcraftsman (en) (θηλυκό craftswoman)
Παράγωγα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- craftsman στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενικός | πληθυντικός |
craftsman | craftsmen |
craftsman (en) (θηλυκό craftswoman)