ενικός         πληθυντικός  
man men

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

man (en)

  1. ο άνθρωπος
  2. ο άνδρας

man (en)

  1. επανδρώνω



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

man αρσενικό (οριστικός τύπος: mani)

  1. μούρο



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

man (nl)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

man (sv)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

man (fy)