man
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
man | men |
man (en)
- ο άντρας, άνθρωπος αρσενικού γένους που έχει περάσει την εφηβική ηλικία
- ⮡ men, women, and children - άντρες, γυναίκες και παιδιά
- (μη μετρήσιμο) ο άνθρωπος, το σύνολο των ανθρώπων
- ⮡ The problems of modern man.
- Τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου.
- ⮡ Man is mortal.
- Ο άνθρωπος είναι θνητός.
- ⮡ The problems of modern man.
- (λογοτεχνικό η παρωχημένο) ο άνθρωπος ως μονάδα, ως άτομο
- ⮡ All men must die.
- Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να πεθάνουν.
- ⮡ How could a human torture his fellow man?
- Πώς θα μπορούσε ένας άνθρωπος να βασανίσει τον συνάνθρωπό του;
- ≈ συνώνυμα: human
- ⮡ All men must die.