άνδρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άνδρας | οι | άνδρες |
γενική | του | άνδρα & ανδρός |
των | ανδρών |
αιτιατική | τον | άνδρα | τους | άνδρες |
κλητική | άνδρα | άνδρες | ||
Κατηγορία όπως «μήνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- άνδρας < λόγια επίδραση στο άντρας με προφορά [nð][1] < αρχαία ελληνική ἀνήρ, αιτιατική, ἄνδρα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈan.ðɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άν‐δρας
Ουσιαστικό επεξεργασία
άνδρας αρσενικό, λόγια μορφή του άντρας
- κάθε άνθρωπος αρσενικού φύλου που ηλικιακά έχει ξεπεράσει την εφηβεία
- ↪ Σταμάτα να κάνεις αυτές τις χαζομάρες κάθε μέρα! Είσαι ολόκληρος άνδρας, πλέον, για να παιδιαρίζεις έτσι συνεχώς!
- ο σύζυγος
- ↪ Τηλεφώνησε ο άνδρας της πριν πέντε λεπτά και είπε ότι θα καθυστερήσει λίγο να έρθει, διότι βρήκε κίνηση στο δρόμο
- αυτός που έχει τις καλές ιδιότητες που, παραδοσιακά σε παλαιότερες εποχές ή σε ορισμένες κουλτούρες, αποδίδονται στους άντρες (λ.χ. αποφασιστικότητα, λεβεντιά, έλλειψη φόβου κ.τ.π.)
- ↪ Φέρσου σαν άνδρας μια φορά, επιτέλους! Πάντα λουφάζεις σα γυναικούλα μπροστά του!
- μέλος ομάδας, συνήθως ένστολης
επεξεργασία
- → δείτε και άντρας
Σύνθετα επεξεργασία
- → δείτε και άντρας
Δείτε επίσης επεξεργασία
- άνδρας στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενήλικος αρσενικού φύλου
σύζυγος
|
επεξεργασία
- ↑ άντρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.