άνδρας
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άνδρας | οι | άνδρες |
γενική | του | άνδρα & ανδρός |
των | ανδρών |
αιτιατική | τον | άνδρα | τους | άνδρες |
κλητική | άνδρα | άνδρες | ||
Κατηγορία όπως «μήνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- άνδρας < λόγια επίδραση στο άντρας με προφορά [nð][1] < αρχαία ελληνική ἀνήρ, αιτιατική, ἄνδρα
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
άνδρας αρσενικό λόγια μορφή του άντρας
- κάθε ενήλικος άνθρωπος αρσενικού φύλου (κατ' αντιδιαστολή προς το παιδί) → και δείτε τη λέξη άντρας
- ο άνδρας· εν αντιθέσει με το παιδί
- (σε επίσημο ύφος λόγου ο σύζυγος
- τηλεφώνησε ο άνδρας της
- αυτός που έχει τις καλές ιδιότητες που, συνήθως, αποδίδονται στους άντρες (γενναιοδωρία, αποφασιστικότητα κ.α.)
- → δείτε τη λέξη άντρας
- μέλος ομάδας, συνήθως ένοπλης → και δείτε τη λέξη άντρας
- ο λοχαγός παρέταξε τους άνδρες του
- οι άνδρες της ομάδας διάσωσης
Επεξεργασία
- → και δείτε τη λέξη άντρας
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- → και δείτε τη λέξη άντρας
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- άνδρας στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κάθε ενήλικος άνθρωπος αρσενικού φύλου
ο σύζυγος
|
Επεξεργασία
- ↑ άντρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.