Δείτε επίσης: άντρας

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο άνδρας οι άνδρες
      γενική του άνδρα
ανδρός
των ανδρών
    αιτιατική τον άνδρα τους άνδρες
     κλητική άνδρα άνδρες
Κατηγορία όπως «μήνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
το σύμβολο του φύλου των ανδρών είναι το σύμβολο του Άρη

  Ετυμολογία Επεξεργασία

άνδρας < λόγια επίδραση στο άντρας με προφορά [nð][1] < αρχαία ελληνική ἀνήρ, αιτιατική, ἄνδρα

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈan.ðɾas/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

άνδρας αρσενικό λόγια μορφή του άντρας

  1. κάθε ενήλικος άνθρωπος αρσενικού φύλου (κατ' αντιδιαστολή προς το παιδί) → και δείτε τη λέξη άντρας
    ο άνδρας· εν αντιθέσει με το παιδί
  2. (σε επίσημο ύφος λόγου ο σύζυγος
    τηλεφώνησε ο άνδρας της
  3. αυτός που έχει τις καλές ιδιότητες που, συνήθως, αποδίδονται στους άντρες (γενναιοδωρία, αποφασιστικότητα κ.α.)
    → δείτε τη λέξη άντρας
  4. μέλος ομάδας, συνήθως ένοπλης → και δείτε τη λέξη άντρας
    ο λοχαγός παρέταξε τους άνδρες του
    οι άνδρες της ομάδας διάσωσης

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΣύνθεταΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία