ανδρωνυμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανδρωνυμικός < ανδρωνύμ(ιο) ή ανδρώνυμ(ο) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαανδρωνυμικός, -ή, ό
- που αφορά, προέρχεται ή σχετίζεται με ανδρικό όνομα
- (κατ' επέκταση) τύπος ονόματος γυναίκας που προέρχεται από το μικρό όνομα ή το επώνυμο του συζύγου της (στο ουδέτερο, ανδρωνυμικό, ως ουσιαστικοποιημένο επίθετο)
- Γιώργαινα: η γυναίκα του Γιώργου
- Ματζουράναινα: η γυναίκα του Ματζουράνη