ανδρώνυμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανδρώνυμο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανδρώνυμο ουδέτερο
- (σπάνιο) όνομα με το οποίο αποκαλούν μια γυναίκα, το οποίο προκύπτει από το όνομα (ή και το επώνυμο) του συζύγου της (π.χ. η Γιώργαινα, η σύζυγος ενός Γιώργου· η Γκίκαινα, η σύζυγος κάποιου με το επώνυμο Γκίκας κ.ο.κ.)
- ※ Πώς προσφωνούσε ο σύζυγος τη σύζυγο και πώς αυτή τον άνδρα της; —Στο ανδρώνυμο ή στο όνομά της
- καταγραφή πληροφοριών σχετικά με τον «Αμμότοπο» Άρτας, Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Κοινωνίας της Ακαδημίας Αθηνών· πρόσβαση: 2020-06-14.
- ※ Πώς προσφωνούσε ο σύζυγος τη σύζυγο και πώς αυτή τον άνδρα της; —Στο ανδρώνυμο ή στο όνομά της
Συνώνυμα
επεξεργασία- ανδρωνύμιο
- ανδρωνυμικό (ουσιαστικοποιημένο επίθετο)