Γκίκαινα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γκίκαινα θηλυκό
- (λαϊκότροπο, ανδρωνυμικό) η σύζυγος του Γκίκα
- ※ Το βράδι, 7 η ώρα, μαζεύτηκαν σπίτι μας ο Γκίκας, ο Χρυσόγελος, ο Καρύδης, ο Σταύρος, η Γκίκαινα, η Ολγα, ένας νέος άγνωστός μου
- Άγγελος Τερζάκης, ημερολόγιο, προδημοσίευση στην εφημερίδα Το Βήμα, 24 Οκτωβρίου 1999 www.tovima.gr· πρόσβαση: 2020-06-14
- ※ Το βράδι, 7 η ώρα, μαζεύτηκαν σπίτι μας ο Γκίκας, ο Χρυσόγελος, ο Καρύδης, ο Σταύρος, η Γκίκαινα, η Ολγα, ένας νέος άγνωστός μου