Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Γκίκαινα οι Γκίκαινες
      γενική της Γκίκαινας των Γκικαινών
    αιτιατική την Γκίκαινα τις Γκίκαινες
     κλητική Γκίκαινα Γκίκαινες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γκίκαινα < Γκίκ(ας) + -αινα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γκίκαινα θηλυκό