-αινα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -αινα | οι | -αινες |
γενική | της | -αινας | των | -αινών |
αιτιατική | τη(ν) | -αινα | τις | -αινες |
κλητική | -αινα | -αινες | ||
Για θηλυκά ζώων σε -αινα. Συγκρίνετε με την κλίση -αινα για πατρωνυμικά ονόματα ή οικεία ουσιαστικά. | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- -αινα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -αινα, θηλυκή κατάληξη αρσενικών σε -ων με επέκταση και για αρσενικά με άλλες καταλήξεις[1]
- για τα σύγχρονα γυναικείο επώνυμα που λήγους σε -αινα < από τη γενική ενικού του αρσενικού σε -αινας του ανδρικού επωνύμου
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -αι‐να
Επίθημα επεξεργασία
-αινα θηλυκό
- παραγωγικό επίθημα που σχηματίζει θηλυκά ουσιαστικά ζώων από το αρσενικό
- (λαϊκότροπο) παραγωγικό επίθημα για το σχηματισμό ανδρωνυμικών ονομάτων
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -αινα | οι | -αινες |
γενική | της | -αινας | — | |
αιτιατική | τη(ν) | -αινα | τις | -αινες |
κλητική | -αινα | -αινες | ||
Για ονόματα σε -αινα. Συγκρίνετε με τη κλίση για τα θηλυκά ζώων. | ||||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- που δηλώνει τη σύζυγο επαγγελματία ο οποίος προσδιορίζεται από το επάγγελμά του (συγκρίνετε την κατάληξη: -άς) ή την άσκηση του επαγγέλματος από τη γυναίκα
- (οικείο όνομα) που δηλώνει τη σύζυγο από το όνομα του συζύγου
- (λαϊκότροπο, προφορικό ή στη δημοτική) για τη σύζυγο, από το όνομα του συζύγου
- άκλιτα Γυναικεία επώνυμα με επίθημα -αινα, από το επώνυμο του συζύγου
- ο κύριος Μιχάλαινας, η κυρία Μιχάλαινα
- συγκρίνετε με τα κλιτά #μεσαιωνικά γυναικεία επώνυμα
Δείτε επίσης επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ -αινα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- -αινα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -αινα, θηλυκή κατάληξη αρσενικών σε -ων με επέκταση και για αρσενικά με άλλες καταλήξεις[1]
Επίθημα επεξεργασία
-αινα θηλυκό
- παραγωγικό επίθημα που σχηματίζει θηλυκά ουσιαστικά ζώων από το αρσενικό
- (ανδρωνυμικό) που δηλώνει τη σύζυγο κάποιου κυρίως από την ιδιότητά του
- (κατ’ επέκταση) Κατηγορία:Γυναικεία επώνυμα με επίθημα -αινα (μεσαιωνικά ελληνικά) από το όνομα ή το επώνυμο του συζύγου
- Δούκας > Δούκαινα
- Ραούλ > Ραούλαινα (όπως η Ειρήνη Ραούλαινα Παλαιολογίνα)
Δείτε επίσης επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ -αινα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | -αινᾰ | αἱ | -αιναι |
γενική | τῆς | -αίνης | τῶν | -αινῶν |
δοτική | τῇ | -αίνῃ | ταῖς | -αίναις |
αιτιατική | τὴν | -αινᾰν | τὰς | -αίνᾱς |
κλητική ὦ! | -αινᾰ | -αιναι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -αίνᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | -αίναιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- -αινᾰ < θηλυκή κατάληξη αρσενικών σε -ων με επέκταση και για αρσενικά με άλλες καταλήξει • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθημα επεξεργασία
-αινᾰ, -η; θηλυκό
- παραγωγικό επίθημα που σχηματίζει θηλυκά ουσιαστικά από αρσενικά σε -ων
- με επέκταση και σε αρσενικά με διαφορετικές καταλήξεις