Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Λάκων οἱ Λάκωνες
      γενική τοῦ Λάκωνος τῶν Λακώνων
      δοτική τῷ Λάκων τοῖς Λάκωσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Λάκων τοὺς Λάκωνᾰς
     κλητική ! Λάκων Λάκωνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Λάκωνε
γεν-δοτ τοῖν  Λακώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λάκων < προελληνική • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Λάκων, -ωνος (θηλυκό: Λάκαινα [ιωνικά: Λακωνίς])

  1. άτομο από τη Λακωνία, τη Λακεδαίμονα χώρα
  2. ο Σπαρτιάτης
  3. λιγομίλητος σαν Σπαρτιάτης

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία