Δείτε επίσης: ύαινα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ῠ̔αινα-
ονομαστική ὕαιν αἱ ὕαιναι
      γενική τῆς ὑαίνης τῶν ὑαινῶν
      δοτική τῇ ὑαίν ταῖς ὑαίναις
    αιτιατική τὴν ὕαινᾰν τὰς ὑαίνᾱς
     κλητική ! ὕαιν ὕαιναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑαίν
γεν-δοτ τοῖν  ὑαίναιν
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὕαινα < ὗ(ς) + -αινα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὕαινα, -ης θηλυκό

Απόγονοι

επεξεργασία

ὕαινα (αρχαία ελληνικά)

νέα ελληνικά: ύαινα
λατινικά: hyaena

→ και δείτε  ὕαινα#Descendants στο αγγλικό Βικιλεξικό