ὕαινα
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὕαινᾰ | αἱ | ὕαιναι |
γενική | τῆς | ὑαίνης | τῶν | ὑαινῶν |
δοτική | τῇ | ὑαίνῃ | ταῖς | ὑαίναις |
αιτιατική | τὴν | ὕαινᾰν | τὰς | ὑαίνᾱς |
κλητική ὦ! | ὕαινᾰ | ὕαιναι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑαίνᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑαίναιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ὕαινα
- (ζωολογία) πιθανόν η ύαινα όπως εννοείται στη νεοελληνική, αλλά αναφέρεται γενικα ως άγριο ζώο, θηρίο, με σκληρή χαίτη
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «ὕαινα» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «ὕαινα» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.