ὗς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ῡ- σε μονοσύλλαβα, αλλιώς ῠ- | |||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ὗς | οἱ/αἱ | ὕες, ὗς | |
γενική | τοῦ/τῆς | ὑός | τῶν | ὑῶν | |
δοτική | τῷ/τῇ | ὑῐ̈́ | τοῖς/ταῖς | ὑσῐ́(ν) | |
αιτιατική | τὸν/τὴν | ὗν | τοὺς/τὰς | ὗς, ὕας | |
κλητική ὦ! | ὗ | ὗες, ὗς | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὕε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑοῖν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'δρῦς' όπως «δρῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὗς < → δείτε τη λέξη σῦς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὗς αρσενικό ή θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) άλλη μορφή του σῦς
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 6, 18 @scaife.perseus
- Εἰσὶ δὲ τῶν ὑῶν αἱ μὲν εὐθὺς καλλίχοιροι μόνον, αἱ δ’ ἐπαυξανόμεναι τὰ τέκνα καὶ τὰς δέλφακας χρηστὰς γεννῶσιν. Φασὶ δέ τινες, ἐὰν τὸν ἕτερον ὀφθαλμὸν ἐκκοπῇ ἡ ὗς, ἀποθνήσκειν διὰ ταχέων ὡς ἐπὶ τὸ πολύ.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 6, 18 @scaife.perseus
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὗς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὗς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- → δείτε και σῦς