θηρίο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θηρίο | τα | θηρία |
γενική | του | θηρίου | των | θηρίων |
αιτιατική | το | θηρίο | τα | θηρία |
κλητική | θηρίο | θηρία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- θηρίο < αρχαία ελληνική θηρίον
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
θηρίο ουδέτερο
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- με κάνει θηρίο → δείτε την έκφραση: Με νευριάζει