θηρίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θηρίο | τα | θηρία |
γενική | του | θηρίου | των | θηρίων |
αιτιατική | το | θηρίο | τα | θηρία |
κλητική | θηρίο | θηρία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θηρίο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θηρί(ον) + ο-.[1] Συγκρίνετε με το θεριό. → δείτε και τη λέξη θήρα.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θiˈɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θη‐ρί‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθηρίο ουδέτερο
- άγριο ζώο, μεγαλόσωμο
- (μεταφορικά) χαρακτηρισμός:
- δυνατός, ανθεκτικός σα θηρίο
- μεγαλόσωμος
- άγριος, αιμοβόρος, σκληρός
- ⮡ θηρίο ανήμερο
- πολύ ικανός
- (με κεφαλαίο παρωχημένο) το Θηρίο, παλιά γραμμή τρένου που ... (Χρειάζεται επεξεργασία)
- → δείτε και τη λέξη γκαζοζέν
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- κάνω θηρίο (κάποιον)
- → δείτε και τη λέξη θεριό
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
θηριο-
θηριο-
θέμα με θηρι- ή και θερι-
- αποθηριωμένος / αποθεριεμένος
- αποθηριώνω, αποθηριώνομαι / αποθεριώνω
- αποθηρίωση
- θηριάκι
- θηριάλωτο
- θηριάνθρωπος
- θηριοδαμαστής (θεριοδαμαστής), θηριοδαμάστρια
- θηριοδαμαστικός
- θηριοειδής, θηριοειδές
- θηριόκαρδος / θεριόκαρδος
- θηριομανής, θηριομανές
- θηριομανώ
- θηριομαχία
- θηριομάχος
- θηριομαχώ
- θηριομορφία
- θηριοτροφείο
- θηριοτρόφος
- θηριοψυχία
- θηριώδης, θηριώδες
- θηριωδία
- θηριώδικος
- θηριωδώς (επίρρημα)
- κερατοθήριο
- μεγαθήριο
θέμα με θερι- → δείτε τη λέξη θεριό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ θηρίο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- θηρίο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθηρίο ουδέτερο
- άλλη μορφή του θηρίον