Δείτε επίσης: θηριομαχῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θηριομαχώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θηριομαχῶ (θηριομαχέω) < θηριομάχος. Συγχρονικά αναλύεται σε θηρί(ο) + -ο- + -μαχώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θi.ɾi.o.maˈxo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θη‐ρι‐ο‐μα‐χώ

  Ρήμα επεξεργασία

θηριομαχώ, πρτ.: θηριομαχούσα, αόρ.: θηριομάχησα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία