θηριομαχώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θηριομαχώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θηριομαχῶ (θηριομαχέω) < θηριομάχος. Συγχρονικά αναλύεται σε θηρί(ο) + -ο- + -μαχώ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θi.ɾi.o.maˈxo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θη‐ρι‐ο‐μα‐χώ
Ρήμα
επεξεργασίαθηριομαχώ, πρτ.: θηριομαχούσα, αόρ.: θηριομάχησα (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θηριομαχώ | θηριομαχούσα | θα θηριομαχώ | να θηριομαχώ | θηριομαχώντας | |
β' ενικ. | θηριομαχείς | θηριομαχούσες | θα θηριομαχείς | να θηριομαχείς | ||
γ' ενικ. | θηριομαχεί | θηριομαχούσε | θα θηριομαχεί | να θηριομαχεί | ||
α' πληθ. | θηριομαχούμε | θηριομαχούσαμε | θα θηριομαχούμε | να θηριομαχούμε | ||
β' πληθ. | θηριομαχείτε | θηριομαχούσατε | θα θηριομαχείτε | να θηριομαχείτε | θηριομαχείτε | |
γ' πληθ. | θηριομαχούν(ε) | θηριομαχούσαν(ε) | θα θηριομαχούν(ε) | να θηριομαχούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θηριομάχησα | θα θηριομαχήσω | να θηριομαχήσω | θηριομαχήσει | ||
β' ενικ. | θηριομάχησες | θα θηριομαχήσεις | να θηριομαχήσεις | θηριομάχησε | ||
γ' ενικ. | θηριομάχησε | θα θηριομαχήσει | να θηριομαχήσει | |||
α' πληθ. | θηριομαχήσαμε | θα θηριομαχήσουμε | να θηριομαχήσουμε | |||
β' πληθ. | θηριομαχήσατε | θα θηριομαχήσετε | να θηριομαχήσετε | θηριομαχήστε | ||
γ' πληθ. | θηριομάχησαν θηριομαχήσαν(ε) |
θα θηριομαχήσουν(ε) | να θηριομαχήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω θηριομαχήσει | είχα θηριομαχήσει | θα έχω θηριομαχήσει | να έχω θηριομαχήσει | ||
β' ενικ. | έχεις θηριομαχήσει | είχες θηριομαχήσει | θα έχεις θηριομαχήσει | να έχεις θηριομαχήσει | ||
γ' ενικ. | έχει θηριομαχήσει | είχε θηριομαχήσει | θα έχει θηριομαχήσει | να έχει θηριομαχήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε θηριομαχήσει | είχαμε θηριομαχήσει | θα έχουμε θηριομαχήσει | να έχουμε θηριομαχήσει | ||
β' πληθ. | έχετε θηριομαχήσει | είχατε θηριομαχήσει | θα έχετε θηριομαχήσει | να έχετε θηριομαχήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν θηριομαχήσει | είχαν θηριομαχήσει | θα έχουν θηριομαχήσει | να έχουν θηριομαχήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία θηριομαχώ
|
Πηγές
επεξεργασία- Όροι με θηριομαχ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)