πολεμώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολεμώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πολεμῶ / πολεμέω → και δείτε τη λέξη πολεμάω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /po.leˈmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λε‐μώ
- τονικό παρώνυμο: πόλεμο
Ρήμα επεξεργασία
πολεμώ
- άλλη μορφή του πολεμάω
Κλίση επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πολεμάω
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολεμώ
→ δείτε τη λέξη πολεμάω |