Δείτε επίσης: πολεμάω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  πολεμέω, πολεμῶ   πολεμοῦμαι 
Παρατατικός  ἐπολέμουν   ἐπολεμούμην 
Μέλλοντας  πολεμήσω   πολεμήσομαι & πολεμηθήσομαι 
Αόριστος  ἐπολέμησα   ἐπολεμησάμην & ἐπολεμήθην 
Παρακείμενος  πεπολέμηκα   πεπολέμημαι 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολεμέω < πόλεμ(ος) + -έω

  Ρήμα επεξεργασία

πολεμέω / πολεμῶ

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πόλεμος

  Πηγές επεξεργασία