Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολεμίζω < πόλεμος και ρηματική κατάληξη < ιαπετικής ρίζας -πολ- και πελ-

  Ρήμα επεξεργασία

πολεμίζω

Συνώνυμα επεξεργασία