πολεμάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολεμάω < πολεμ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πολεμῶ, συνηρημένος τύπος του πολεμέω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /po.leˈma.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λε‐μά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαπολεμάω, -άς/πολεμώ, αόρ.: πολέμησα, παθ.φωνή: πολεμιέμαι/πολεμούμαι, π.αόρ.: πολεμήθηκα, μτχ.π.π.: πολεμημένος
- κάνω πόλεμο εναντίον κάποιου, αντιπαρατίθεμαι με τα όπλα
- (μεταφορικά)
- συγκρούομαι με μια αντίθετη άποψη
- προσπαθώ να εκπληρώσω έναν σκοπό
- απασχολούμαι με κάτι
Σύνθετα
επεξεργασίασε -άω ή/και -ώ
- αλληλοπολεμιέμαι / αλληλοπολεμούμαι
- αντιπολεμώ, αντιπολεμούμαι
- καταπολεμάω, καταπολεμιέμαι / καταπολεμώ, καταπολεμούμαι
- ξαναπολεμάω / ξαναπολεμώ
- συμπολεμώ
- Όροι με πολεμάω, Όροι με πολεμώ — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Συγγενικά=
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πόλεμος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πολεμάω - πολεμώ | πολεμούσα | θα πολεμάω - πολεμώ | να πολεμάω - πολεμώ | πολεμώντας | |
β' ενικ. | πολεμάς | πολεμούσες | θα πολεμάς | να πολεμάς | πολέμα - πολέμαγε | |
γ' ενικ. | πολεμάει - πολεμά | πολεμούσε | θα πολεμάει - πολεμά | να πολεμάει - πολεμά | ||
α' πληθ. | πολεμάμε - πολεμούμε | πολεμούσαμε | θα πολεμάμε - πολεμούμε | να πολεμάμε - πολεμούμε | ||
β' πληθ. | πολεμάτε | πολεμούσατε | θα πολεμάτε | να πολεμάτε | πολεμάτε | |
γ' πληθ. | πολεμάν(ε) - πολεμούν(ε) | πολεμούσαν(ε) | θα πολεμάν(ε) - πολεμούν(ε) | να πολεμάν(ε) - πολεμούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πολέμησα | θα πολεμήσω | να πολεμήσω | πολεμήσει | ||
β' ενικ. | πολέμησες | θα πολεμήσεις | να πολεμήσεις | πολέμα - πολέμησε | ||
γ' ενικ. | πολέμησε | θα πολεμήσει | να πολεμήσει | |||
α' πληθ. | πολεμήσαμε | θα πολεμήσουμε | να πολεμήσουμε | |||
β' πληθ. | πολεμήσατε | θα πολεμήσετε | να πολεμήσετε | πολεμήστε | ||
γ' πληθ. | πολέμησαν πολεμήσαν(ε) |
θα πολεμήσουν(ε) | να πολεμήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πολεμήσει | είχα πολεμήσει | θα έχω πολεμήσει | να έχω πολεμήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πολεμήσει | είχες πολεμήσει | θα έχεις πολεμήσει | να έχεις πολεμήσει | ||
γ' ενικ. | έχει πολεμήσει | είχε πολεμήσει | θα έχει πολεμήσει | να έχει πολεμήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πολεμήσει | είχαμε πολεμήσει | θα έχουμε πολεμήσει | να έχουμε πολεμήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πολεμήσει | είχατε πολεμήσει | θα έχετε πολεμήσει | να έχετε πολεμήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πολεμήσει | είχαν πολεμήσει | θα έχουν πολεμήσει | να έχουν πολεμήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πολεμιέμαι | πολεμιόμουν(α) | θα πολεμιέμαι | να πολεμιέμαι | ||
β' ενικ. | πολεμιέσαι | πολεμιόσουν(α) | θα πολεμιέσαι | να πολεμιέσαι | ||
γ' ενικ. | πολεμιέται | πολεμιόταν(ε) | θα πολεμιέται | να πολεμιέται | ||
α' πληθ. | πολεμιόμαστε | πολεμιόμαστε πολεμιόμασταν |
θα πολεμιόμαστε | να πολεμιόμαστε | ||
β' πληθ. | πολεμιέστε | πολεμιόσαστε πολεμιόσασταν |
θα πολεμιέστε | να πολεμιέστε | πολεμιέστε | |
γ' πληθ. | πολεμιούνται | πολεμιόνταν(ε) πολεμιούνταν πολεμιόντουσαν |
θα πολεμιούνται | να πολεμιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πολεμήθηκα | θα πολεμηθώ | να πολεμηθώ | πολεμηθεί | ||
β' ενικ. | πολεμήθηκες | θα πολεμηθείς | να πολεμηθείς | πολεμήσου | ||
γ' ενικ. | πολεμήθηκε | θα πολεμηθεί | να πολεμηθεί | |||
α' πληθ. | πολεμηθήκαμε | θα πολεμηθούμε | να πολεμηθούμε | |||
β' πληθ. | πολεμηθήκατε | θα πολεμηθείτε | να πολεμηθείτε | πολεμηθείτε | ||
γ' πληθ. | πολεμήθηκαν πολεμηθήκαν(ε) |
θα πολεμηθούν(ε) | να πολεμηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πολεμηθεί | είχα πολεμηθεί | θα έχω πολεμηθεί | να έχω πολεμηθεί | πολεμημένος | |
β' ενικ. | έχεις πολεμηθεί | είχες πολεμηθεί | θα έχεις πολεμηθεί | να έχεις πολεμηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει πολεμηθεί | είχε πολεμηθεί | θα έχει πολεμηθεί | να έχει πολεμηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πολεμηθεί | είχαμε πολεμηθεί | θα έχουμε πολεμηθεί | να έχουμε πολεμηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε πολεμηθεί | είχατε πολεμηθεί | θα έχετε πολεμηθεί | να έχετε πολεμηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πολεμηθεί | είχαν πολεμηθεί | θα έχουν πολεμηθεί | να έχουν πολεμηθεί |
(λόγιο) πολεμούμαι, -είσα, -είται...
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πολεμούμαι - πολεμιέμαι | πολεμιόμουν(α) | θα πολεμούμαι - πολεμιέμαι | να πολεμούμαι - πολεμιέμαι | ||
β' ενικ. | πολεμείσαι - πολεμιέσαι | πολεμιόσουν(α) | θα πολεμείσαι - πολεμιέσαι | να πολεμείσαι - πολεμιέσαι | ||
γ' ενικ. | πολεμείται - πολεμιέται | πολεμούνταν - πολεμιόταν(ε) | θα πολεμείται - πολεμιέται | να πολεμείται - πολεμιέται | ||
α' πληθ. | πολεμιόμαστε - πολεμούμαστε | πολεμιόμασταν - πολεμιόμαστε | θα πολεμιόμαστε - πολεμούμαστε | να πολεμιόμαστε - πολεμούμαστε | ||
β' πληθ. | πολεμείστε - πολεμιέστε - πολεμιόσαστε | πολεμιόσασταν - πολεμιόσαστε | θα πολεμείστε - πολεμιέστε - πολεμιόσαστε | να πολεμείστε - πολεμιέστε - πολεμιόσαστε | πολεμείστε - πολεμιέστε | |
γ' πληθ. | πολεμούνται - πολεμιούνται - πολεμιόνται | πολεμούνταν - πολεμιόνταν(ε) - πολεμιούνταν - πολεμιόντουσαν | θα πολεμούνται - πολεμιούνται - πολεμιόνται | να πολεμούνται - πολεμιούνται - πολεμιόνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πολεμήθηκα | θα πολεμηθώ | να πολεμηθώ | πολεμηθεί | ||
β' ενικ. | πολεμήθηκες | θα πολεμηθείς | να πολεμηθείς | πολεμήσου | ||
γ' ενικ. | πολεμήθηκε | θα πολεμηθεί | να πολεμηθεί | |||
α' πληθ. | πολεμηθήκαμε | θα πολεμηθούμε | να πολεμηθούμε | |||
β' πληθ. | πολεμηθήκατε | θα πολεμηθείτε | να πολεμηθείτε | πολεμηθείτε | ||
γ' πληθ. | πολεμήθηκαν πολεμηθήκαν(ε) |
θα πολεμηθούν(ε) | να πολεμηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πολεμηθεί | είχα πολεμηθεί | θα έχω πολεμηθεί | να έχω πολεμηθεί | πολεμημένος | |
β' ενικ. | έχεις πολεμηθεί | είχες πολεμηθεί | θα έχεις πολεμηθεί | να έχεις πολεμηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει πολεμηθεί | είχε πολεμηθεί | θα έχει πολεμηθεί | να έχει πολεμηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πολεμηθεί | είχαμε πολεμηθεί | θα έχουμε πολεμηθεί | να έχουμε πολεμηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε πολεμηθεί | είχατε πολεμηθεί | θα έχετε πολεμηθεί | να έχετε πολεμηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πολεμηθεί | είχαν πολεμηθεί | θα έχουν πολεμηθεί | να έχουν πολεμηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολεμάω
Πηγές
επεξεργασία- πολεμώ, -άω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πολεμώ, -άω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)