Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπολεμώ < αρχαία ελληνική συμπολεμέω / συμπολεμῶ < πόλεμος

συμπολεμώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία