συμπολεμίστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμπολεμίστρια < συμπολεμιστής + -τρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
συμπολεμίστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη συμπολεμιστής
Μεταφράσεις επεξεργασία
συμπολεμίστρια
|
συμπολεμίστρια θηλυκό
|