Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πολεμημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πολεμημέν
ος
η
πολεμημέν
η
το
πολεμημέν
ο
γενική
του
πολεμημέν
ου
της
πολεμημέν
ης
του
πολεμημέν
ου
αιτιατική
τον
πολεμημέν
ο
την
πολεμημέν
η
το
πολεμημέν
ο
κλητική
πολεμημέν
ε
πολεμημέν
η
πολεμημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πολεμημέν
οι
οι
πολεμημέν
ες
τα
πολεμημέν
α
γενική
των
πολεμημέν
ων
των
πολεμημέν
ων
των
πολεμημέν
ων
αιτιατική
τους
πολεμημέν
ους
τις
πολεμημέν
ες
τα
πολεμημέν
α
κλητική
πολεμημέν
οι
πολεμημέν
ες
πολεμημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πολεμημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
πολεμώ
Μετοχή
επεξεργασία
πολεμημένος
, -η, -ο
→
δείτε
τη
λέξη
πολεμώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πολεμημένος