Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η θηριομάχος οι θηριομάχοι
      γενική του/της θηριομάχου των θηριομάχων
    αιτιατική τον/τη θηριομάχο τους/τις θηριομάχους
     κλητική θηριομάχε θηριομάχοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θηριομάχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θηριομάχος. Μορφολογικά αναλύεται σε θηρί(ο) + -ο- + -μάχος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θi.ɾi.oˈma.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θη‐ρι‐ο‐μά‐χος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θηριομάχος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις θηρίο και μάχη

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θηριομάχος οἱ θηριομάχοι
      γενική τοῦ θηριομάχου τῶν θηριομάχων
      δοτική τῷ θηριομάχ τοῖς θηριομάχοις
    αιτιατική τὸν θηριομάχον τοὺς θηριομάχους
     κλητική ! θηριομάχε θηριομάχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θηριομάχω
γεν-δοτ τοῖν  θηριομάχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θηριομάχος < αρχαία ελληνική θηρί(ον) + -ο- + -μάχος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θηριομάχος, -ου αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία