θηριώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | θηριώδης | η | θηριώδης | το | θηριώδες |
γενική | του | θηριώδους | της | θηριώδους | του | θηριώδους |
αιτιατική | τον | θηριώδη | τη | θηριώδη | το | θηριώδες |
κλητική | θηριώδη(ς) | θηριώδης | θηριώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | θηριώδεις | οι | θηριώδεις | τα | θηριώδη |
γενική | των | θηριωδών | των | θηριωδών | των | θηριωδών |
αιτιατική | τους | θηριώδεις | τις | θηριώδεις | τα | θηριώδη |
κλητική | θηριώδεις | θηριώδεις | θηριώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θηριώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θηριώδης < θηρί(ον) + -ώδης
Επίθετο
επεξεργασίαθηριώδης, -ης, -ες
- που έχει χαρακτηριστικά θηρίου, πολύ άγριος, σκληρός, απάνθρωπος
- πολύ μεγαλόσωμος και δυνατός
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θηριώδης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαθηριώδης, -ης, -ες
Πηγές
επεξεργασία- θηριώδης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θηριώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.