Δείτε επίσης: θερίο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θεριό τα θεριά
      γενική του θεριού των θεριών
    αιτιατική το θεριό τα θεριά
     κλητική θεριό θεριά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θεριό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θεριό(ν) < αρχαία ελληνική θηρίον με συνίζηση.[1] Συγκρίνετε με το θηρίο.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /θeɾˈʝo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θε‐ριό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θεριό ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο) το θηρίο
  2. (μεταφορικά) κάποιος ή κάτι με ασυγκράτητη δύναμη ή αγριότητα
    ⮡  είναι θεριό ανήμερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παροιμίες

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα με θερι-, συχνά λογοτεχνικού ύφους ή και θηρι-

με θέμα θηρι- → δείτε τη λέξη θηρίο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
θεριό < θηρίον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θηρίον με συνίζηση για αποφυγή της χασμωδίας[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θεριό ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα με θερι- (ή και θηρι-)

  Αναφορές

επεξεργασία