θεριακλής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεριακλής < θεριακ(ή) + -λής με επίδραση από την οθωμανική τουρκική تریاكی (tiryaki) (τουρκική tiryaki) < περσική تریاکی (tiryākī, οπιομανής) < تریاك (tiryāk, αντίδοτο· όπιο) < ελληνιστική κοινή θηριακή, θηλυκό του θηριακός < θηρίον [1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θeɾ.ʝaˈklis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ρια‐κλής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθεριακλής αρσενικό (θηλυκό θεριακλού ή θεριακλίδισσα)
- (οικείο) ο μανιώδης καπνιστής ή γενικότερα αυτός που του αρέσει υπερβολικά κάτι
- ※ Θεριακλής από το «θηρίον» (με τη σημασία «άγριο και δηλητηριώδες ζώο», φίδι, υποκοριστικό του αρχαίου «θηρ») όπου σχηματίστηκε το επίθετο «θηριακός» (αυτός που έχει σχέση με φαρμακερά θηρία). Η λέξη ταξιδεύει στην περσική και μέσω αυτής στην τουρκική γλώσσα: «tiryak, tiryaki» (ο εθισμένος στον καπνό ή στο όπιο), για να επιστρέψει στα νέα ελληνικά ως «θεριακλής», συνήθως με την έννοια «μανιώδης καπνιστής ή και καφεπότης»
- * Σπύρος Σεραφείμ, «Οι γαλιάντρες, ο θεριακλής και ο κρετίνος», εφημερίδα Το Έθνος, 2019.02.26.
- ※ Από το ένα άκρο στο άλλο. Πριν από μία διετία υπήρχαν νέφη καπνού ακόμη και σε παιδότοπους. Τώρα, με την ολική απαγόρευση, ο θεριακλής αντιμετωπίζεται ως εμμανής δολοφόνος. Ο καπνιστής θεωρείται ένας υπανάπτυκτος, που φυσάει τον καρκίνο στα μούτρα των συνανθρώπων του.
- * Λώρη Κέζα, «Στερνό τσιγάρο», εφημερίδα Το Βήμα, 2010.09.01.
- ※ Θεριακλής από το «θηρίον» (με τη σημασία «άγριο και δηλητηριώδες ζώο», φίδι, υποκοριστικό του αρχαίου «θηρ») όπου σχηματίστηκε το επίθετο «θηριακός» (αυτός που έχει σχέση με φαρμακερά θηρία). Η λέξη ταξιδεύει στην περσική και μέσω αυτής στην τουρκική γλώσσα: «tiryak, tiryaki» (ο εθισμένος στον καπνό ή στο όπιο), για να επιστρέψει στα νέα ελληνικά ως «θεριακλής», συνήθως με την έννοια «μανιώδης καπνιστής ή και καφεπότης»
Συγγενικά
επεξεργασία- θεριακλίδικα (επίρρημα)
- θεριακλίδικος
- θεριακλίκι
→ δείτε τις λέξεις θεριό και θηρίο
Μεταφράσεις
επεξεργασία θεριακλής
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ θεριακλής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.