θεριακλού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεριακλού < θεριακλ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θeɾ.ʝaˈklu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ρια‐κλού
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθεριακλού θηλυκό
- (λαϊκότροπο) θηλυκό του θεριακλής (μανιώδης καπνίστρια)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε θεριακλής
θεριακλού
|