↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οπιομανής η οπιομανής το οπιομανές
      γενική του οπιομανούς* της οπιομανούς του οπιομανούς
    αιτιατική τον οπιομανή την οπιομανή το οπιομανές
     κλητική οπιομανή(ς) οπιομανής οπιομανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οπιομανείς οι οπιομανείς τα οπιομανή
      γενική των οπιομανών των οπιομανών των οπιομανών
    αιτιατική τους οπιομανείς τις οπιομανείς τα οπιομανή
     κλητική οπιομανείς οπιομανείς οπιομανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οπιομανής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική opiomane < ελληνιστική κοινή ὄπιον + -μανής

  Επίθετο

επεξεργασία

οπιομανής, -ής, -ές

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία